φοράει

φοράει
vesteix

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • ανυπόδητος — κ. δετος, η, ο (Α ἀνυπόδητος, ον κ. δετος, ον) αυτός που δεν φοράει υποδήματα, ξυπόλυτος αρχ. όποιος φοράει παλιά ή χαλασμένα παπούτσια …   Dictionary of Greek

  • θηρόπεπλος — θηρόπεπλος, ον (Α) 1. αυτός που φοράει δέρματα θηρίων 2. φρ. «θηρόπεπλος μανία» η μανία τού να φοράει κάποιος δέρματα θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + πεπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαό πεπλος, λευκό πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • φεσοφόρος — α, ο 1. αυτός που φοράει φέσι. 2. το αρσ. ως ουσ., φεσοφόρος άτομο που φοράει φέσι, φεσωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πανταλόνε — Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)·… …   Dictionary of Greek

  • άζωστος — η, ο (Α ἄζωστος, ον) αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος αρχ. ο μη οπλισμένος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. τού ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)] …   Dictionary of Greek

  • άντυτος — η, ο 1. γυμνός 2. ατημέλητος, άκομψα ντυμένος 3. αυτός που δεν φοράει το καθιερωμένο για μια περίπτωση ένδυμα 4. (για βιβλίο) άδετος …   Dictionary of Greek

  • αγλαόκολπος — ἀγλαόκολπος, ον (Α) (για γυναίκες) αυτή που φοράει φόρεμα με κομψές πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κόλπος] …   Dictionary of Greek

  • αγλαόπεπλος — ἀγλαόπεπλος, ον (Α) αυτός που φοράει λαμπρό, ωραίο πέπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + πέπλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”